- ενοχ?
< (
διαχρονικ? δ?νειο
)
μεσαιωνικ? ελληνικ?
?νοχ?
<
αρχα?α ελληνικ?
?ν?χομαι
- ΔΦΑ
: /
e.no?ci
/
- τυπογραφικ?? συλλαβισμ??
:
ε‐νο‐χ?
- παρ?νυμο
:
ανοχ?
ενοχ?
θηλυκ?
- η κατ?σταση του
ενεχ?μενου
σε κολ?σιμη ?
επιλ?ψιμη
πρ?ξη
- ↪
ο εισαγγελ?α? πρ?πει να αποδε?ξει στο δικαστ?ριο την
ενοχ?
του κατηγορουμ?νου
- (
και στον πληθυντικ?
) η κατ?σταση κατ? την οπο?α κ?ποιο?
μ?μφεται
τον εαυτ? του για πρ?ξη ? παρ?λειψ? του - το συνα?σθημα που συνοδε?ει αυτ?ν την κατ?σταση
- ↪
δεν πρ?πει να νι?θει?
ενοχ??
, δεν μπορο?σε? να κ?νει? τ?ποτε για να βοηθ?σει?
- η σχ?ση του νομικ?
υπ?χρεου
προ? ?ναν δε?τερο, ?που η υποχρ?ωση μπορε? να λ?βει τη μορφ? παροχ?? (αγαθο? ? υπηρεσ?α?) ? αυτ?? τη? παρ?λειψη?
η σχ?ση του νομικ? υπ?χρεου